και ήταν καλοκαίρι κάπου στο ξημέρωμα και εγώ χυνόμουν στα σπλάχνα σου
ακουμπούσα το στήθος σου και το στόμα μου ήταν πάνω στο δικό σου
σε ένιωθα διαρκώς εξαρτημένη
περιμέναμε, ενωμένες σαν ένα σώμα βουλιαγμένο στο αυτό στρώμα, το επόμενο πρωί για να διασχίσουμε νέες αποστάσεις
να ζήσουμε δίχως σύμπαν, δίχως ραγίσματα
και έξω ο ουρανός αγέλαστος να χώνεται ορμητικά στα δικά μας χαμόγελα.
αλληλοσυμπληρωνόμαστε και αλληλοσυγκρουόμαστε
αλλά ακόμη δεν πετύχαμε τον σκοπό μας.